Перевод: с немецкого на все языки
μὴ εὐρύπρωκτος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ευρύπρωκτος — εὐρύπρωκτος, ον (Α) αυτός που τού έχουν ευρύνει, ανοίξει τον πρωκτό, ο κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πρωκτός] … Dictionary of Greek
εὐρύπρωκτος — wide breeched masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύπρωκτον — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem acc sg εὐρύπρωκτος wide breeched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπρωκτότεροι — εὐρύπρωκτος wide breeched masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπρώκτους — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυπρώκτων — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύπρωκτε — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύπρωκτοι — εὐρύπρωκτος wide breeched masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυπρωκτία — εὐρυπρωκτία, ἡ (Α) [ευρύπρωκτος] η ιδιότητα τού ευρύπρωκτου … Dictionary of Greek
λακκόπρωκτος — λακκόπρωκτος, ον (Α) αυτός που έχει ευρύ πρωκτό, ευρύπρωκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πρωκτός] … Dictionary of Greek